ἀναισχυντῇ

ἀναισχυντῇ
ἀναισχυντέω
to be
pres subj mp 2nd sg
ἀναισχυντέω
to be
pres ind mp 2nd sg
ἀναισχυντέω
to be
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισχρουργία — η (Α αἰσχρουργία) [αἰσχρουργός] 1. αναίσχυντη διαγωγή 2. αισχρή πράξη, ακολασία …   Dictionary of Greek

  • αναισχύντημα — ἀναισχύντημα, το (Α) [ἀναισχυντῶ] αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια …   Dictionary of Greek

  • κιναιδία — κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος] 1. κιναιδεία* 2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • κοβαλεία — κοβαλεία, ἡ (Α) [κοβαλεύω] αναίσχυντη κατεργαριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”